- ἐξυπηρετούμενοι
- ἐξυπηρετέωassist to the utmostpres part mp masc nom/voc pl (attic epic doric)ἐξυπηρετέωassist to the utmostpres part mp masc nom/voc pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CUBICULARIUS — Papiae ex Sosipatro, Custos Cubiculi; Graece Ε᾿υνοῦχος, namque etiam custodire, τὸ ἔχειν significat. Leo, Nov. de Eunuchis 98. Καὶ τῆς ἐυνῆς ἀνυπόπτους φύλακας εἶναι, τοῦτο γὰρ ἡ κλῆσις ἐγγυᾶται. Vide Cuiacium, in l. ff. de lib. et posth. ambros … Hofmann J. Lexicon universale
EUNUCHUS — Palatinus, apud Isidor. Pelusiotam, idem cum Eunucho Regio, apud Ambros. Ep. 27. ad Valemin. II. dignitas fuit in Palatiis Impp. cui Cubiculi Augustalis erat cura commissa, Cubiculatius. Leo. Nov. 98. Καὶ τῆς ἐυνῆς ἀνυπόπτους φύλακας εἶναι, τοῦτο … Hofmann J. Lexicon universale
αεροπλοΐα — Κλάδος της αεροναυτικής, που αναφέρεται στην κατασκευή και τον χειρισμό των αεροπλοίων, κατασκευών που πλέουν στον αέρα εξαιτίας της άνωσης που δέχεται η εγκλεισμένη ποσότητα αερίου (ηλίου, υδρογόνου, κλπ.). Οι πρώτες πτήσεις αεροστάτων έγιναν το … Dictionary of Greek